Απόφαση Αρ. 60/2009

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Ταχ. Δ/νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3
115 23 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.: 210-6475601
FAX: 210-6475628
Αθήνα, 12-10-2009
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6037/12-10-2009

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡ. 60/2009
(Ολομέλεια)

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 9-4-2009 στο κατάστημά της αποτελούμενη από τον Χρίστο Γεραρή, Πρόεδρο, και τους Λ. Κοτσαλή, Α. Πομπόρτση, Α. Παπανεοφύτου, Α. Πράσσο, Α.Ι.Μεταξά και Α. Ρουπακιώτη, τακτικά μέλη, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρούσες, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ήταν η Κ. Λωσταράκου, ελέγκτρια, ως εισηγήτρια και η Γεωργία Παλαιολόγου, υπάλληλος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η υπόθεση είχε συζητηθεί αρχικά στη συνεδρίαση της 26-2-2009 καθώς και στη συνεδρίαση της 12.3.2009. Στη συνεδρίαση της 26-2-2009 είχαν κληθεί νομίμως και προσήλθαν οι Π. Καραγκιαούρη, πληρεξούσια δικηγόρος του προσφεύγοντος, Ε. Γεωργίλη, πληρεξούσια δικηγόρος της τράπεζας ALPHA BANK και Α. Κωνσταντέλιας, πληρεξούσιος δικηγόρος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ,

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:

Με αιτήσεις του προς την Αρχή ( αρ. πρωτ. 8010/22.11.2006 και αρ. πρωτ. 4198/12.06.2007), ο A παραπονείται για παράνομη επεξεργασία από την τράπεζα ALPHA BANK και την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. οικονομικών δεδομένων του που αφορούν καταγγελία σύμβασης πιστωτικής κάρτας και ζητεί τη διαγραφή τους από το αρχείο “Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς” (ΣΟΣ) της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Επιπροσθέτως, ο ανωτέρω παραπονείται και για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης που άσκησε προς την ως άνω τράπεζα και την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ.
Η αίτηση με αρ. πρωτ. 8010/22.11.2006 κατά της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της 8.2.2007 και 8.3.2007 και μετά την υποβολή νέων στοιχείων από τον αιτούντα (αίτηση με αρ. πρωτ.4198/12.06.2007) επανεισάγεται για να συζητηθεί από κοινού λόγω συνάφειας με την αίτηση του ιδίου κατά της τράπεζας.
Ειδικότερα, ο ανωτέρω υπέγραψε στις 14.2.2001 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας DYNAMIC VISA με την τράπεζα ALPHA BANK με αριθμ. ……………….., η οποία στις 28.5.2005 και καταγγέλθηκε. Στις 19.10.2005 επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή η εξώδικη καταγγελία της σύμβασης σε διεύθυνση κατοικίας του προσφεύγοντα στη Λευκάδα, που όμως δεν είχε δηλώσει ό ίδιος ως διεύθυνση επικοινωνίας στην τράπεζα. Σε αλληλογραφία του με την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ (12.10.2006), ενημερώνεται πως τηρούνται στο αρχείο της εταιρείας προσωπικά του δεδομένα που αφορούσαν καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης με ημερομηνία καταγγελίας την 28.5.2005.
Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την ανωτέρω καταχώριση για το λόγο ότι δεν είχε προηγουμένως ενημερωθεί από την τράπεζα για την διαβίβαση στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ των δεδομένων της καταγγελίας. Στη συνέχεια άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης προς την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ζητώντας να ενημερωθεί για τα δεδομένα που τυγχάνουν επεξεργασίας και τον αφορούν, τον σκοπό επεξεργασίας, τις πηγές καθώς και τον τρόπο ενημέρωσης. Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, σε απαντητικές επιστολές που έστειλε στον προσφεύγοντα (19.10.2006 και 14.11.2006) τον πληροφόρησε για τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στο όνομά του και του ανέφερε ότι, όπως έκρινε η Αρχή στην υπ’ αρ. 24/2004 απόφασή της, η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν απαιτείται για τη συγκεκριμένη επεξεργασία. Σχετικά με την ενημέρωση, του ανέφερε ότι η ενημέρωση των υποκειμένων από την εταιρεία πραγματοποιείται δια του τύπου σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 24 παρ.3 του ν.2472/97 και τον παρέπεμψε στην καταχώριση που πραγματοποίησε στις 13 Νοεμβρίου του 2005 σε εφημερίδες της Κυριακής. Ο προσφεύγων δεν ικανοποιήθηκε και επανέφερε το αίτημά του διαμαρτυρόμενος για την ασάφεια και αοριστία του κειμένου της δια τύπου ενημέρωσης καθώς και για τον χρόνο της δημοσίευσης της ενημέρωσης που έγινε έξη μήνες μετά την καταχώριση των στοιχείων του στο σχετικό αρχείο. Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ επανέλαβε την αρχική απάντησή της.
Ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης και αντίρρησης και προς την τράπεζα ζητώντας, μεταξύ άλλων, και τους λόγους για τους οποίους η τράπεζα προχώρησε στη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών του δεδομένων, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον αιτούντα δεν έδωσε την συγκατάθεσή του γι’ αυτόν τον σκοπό (δυνάμει και του νόμου 2472/1997), εκτός και αν αυτή η συγκατάθεση έχει υφαρπαχθεί, κατά τον αιτούντα, παράνομα και καταχρηστικά. Συγκεκριμένα ζήτησε να ενημερωθεί από την τράπεζα αν, πότε και με ποιό τρόπο ενημερώθηκε κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων του, δυνάμει του νόμου 2472/1997.
Η Αρχή με έγγραφό της από 8.10.2008 ζήτησε τις απόψεις της τράπεζας για τη διαβίβαση των στοιχείων καταγγελίας της σχετικής σύμβασης του προσφεύγοντα στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του και για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης που άσκησε ο τελευταίος.
Η τράπεζα, με απαντητικό της προς την Αρχή έγγραφο για την υπόθεση (11.11.2008), αλλά και στο υπόμνημα που κατέθεσε μετά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης, ανέφερε ότι υπάρχει υπαρκτή οφειλή του ανωτέρω έναντι της τράπεζας μέχρι σήμερα. Δήλωσε δε, ότι ενημερώθηκε ο προσφεύγων για την επεξεργασία δεδομένων του από τους όρους της σύμβασης (άρθρο 6 κεφαλαίου ΣΤ της σύμβασης) από όπου προκύπτουν οι προϋποθέσεις επεξεργασίας των στοιχείων του. Στους σχετικούς όρους ρητώς αναφέρεται ότι παρέχεται η συγκατάθεση του ανωτέρω στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, πέραν των άλλων, και σε οργανισμούς συλλογής στοιχείων σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα κατόχων. Ήδη, συμμορφούμενης της τράπεζας στις αποφάσεις της Αρχής, τα σχετικά έντυπα και όροι έχουν τροποποιηθεί μετά από το 2001, έτος υπογραφής της επίδικης σύμβασης και έχει προστεθεί η ενημέρωση και για την επεξεργασία στοιχείων καταγγελίας.
Ως προς το δικαίωμα πρόσβασης, η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι απαντήθηκαν τα ερωτήματα του προσφεύγοντος με σχετικές επιστολές στις 5.6.2007 και 6.8.2007 και του απεστάλησαν όλα τα συμβατικά του έγγραφα καθώς και τα σχετιζόμενα με την υπόθεσή του.
Για το γεγονός της επίδοσης της καταγγελίας μετά την καταχώρισή της στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι δεν παραπονέθηκε ποτέ ο προσφεύγων. Ως προς την επίδοση του εξωδίκου σε διεύθυνση στη Λευκάδα, η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι ο καταγγέλλων είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας στην αίτηση για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας την επί της οδού **** στους Αμπελόκηπους Αττικής και συνυπέβαλε φωτοαντίγραφο της τελευταίας φορολογικής εκκαθάρισης όπου αναφέρεται ως κατοικία του η επί της οδού **** στη Λευκάδα, είχε προσέλθει δε ο ίδιος στην τράπεζα και προέβη στη διόρθωση του ως άνω αριθμού στο σχετικό έντυπο. Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι σε επιστολές του προς την τράπεζα αναγραφόταν άλλη διεύθυνση επικοινωνίας στη Ν. Σμύρνη την οποία δεν είχε γνωστοποιήσει ο προσφεύγων στην τράπεζα, ως όφειλε. Λόγω της μη εκπλήρωσης από τον προσφεύγοντα των συμβατικών προς την τράπεζα υποχρεώσεών του, η τράπεζα συνέταξε και παρέδωσε προς επίδοση από τις 28.5.2005 την εξώδικη καταγγελία της σύμβασης (με ημερομηνία 25.5.2005) η οποία τελικά επιδόθηκε στις 19.10.2005 στη διεύθυνση στη Λευκάδα, διότι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του δικαστικού επιμελητή να επιδοθεί στη διεύθυνση του προσφεύγοντος στην Αθήνα, δεν κατέστη δυνατή εκεί η ανεύρεση του τελευταίου. Ο δικαστικός επιμελητής που επιχείρησε τη σχετική επίδοση πληροφορήθηκε ότι ο προσφεύγων διέμενε στη Λευκάδα, πληροφορία που, συνδυαζόμενη με την αναγραφόμενη στο εκκαθαριστικό διεύθυνση κατοικίας, δημιούργησε στην τράπεζα την πεποίθηση ότι ο ανωτέρω διέμενε στην ως άνω διεύθυνση της Λευκάδας. Η δε αδελφή του προσφεύγοντος, η οποία παρέλαβε την επίδικη καταγγελία, δεν προκύπτει να δήλωσε στον δικαστικό επιμελητή ότι ο προσφεύγων δεν διέμενε εκεί. Εξάλλου δεν θα ήταν λογικό να υποβληθεί η τράπεζα σε περαιτέρω έξοδα για να επιδώσει εκτός Αθήνας, και μάλιστα για μια οφειλή που δεν έχει ακόμα τακτοποιηθεί.
Ο εκπρόσωπος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης, αλλά και σε σχετικό υπόμνημά του, ανέφερε ότι έχει προβεί και συνεχίζει να προβαίνει ετησίως σε σημαντικό αριθμό ολοσέλιδων καταχωρίσεων σε όλες σχεδόν τις μεγαλύτερης κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες για τη γνωστοποίηση της τήρησης των αρχείων της και προσκόμισε κατάσταση με τις καταχωρίσεις –δημοσιεύσεις που διενήργησε κατά τα έτη 2000-2008, στο κείμενο των οποίων υπάρχει πλήρης αναφορά όλων των αναγκαίων στοιχείων που ορίζονται στις κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής, μεταξύ των οποίων και οι καταγγελίες συμβάσεων πιστωτικών καρτών Αναφέρθηκε δε και στο διαδικτυακό τόπο της εταιρίας όπου υπάρχει πληρέστατη ενημέρωση των υποκειμένων. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα ενημέρωσης του προσφεύγοντα έχει πλήρως ικανοποιηθεί. Σχετικά με την καταχώριση της καταγγελίας που απέστειλε η τράπεζα, ισχυρίστηκε ότι η εταιρία εξέλαβε ως ημερομηνία καταγγελίας στο έγγραφο της σχετικής αναγγελίας που απέστειλε η τράπεζα την ημερομηνία επίδοσης στον ενδιαφερόμενο. Μετά την απόφαση 49/2007 της Αρχής, η εταιρία έχει προβεί σε συνεχείς και σαφείς οδηγίες προς τις τράπεζες ώστε στις περιπτώσεις καταγγελιών συμβάσεων, να έχει προηγηθεί επίδοση στους ενδιαφερόμενους, άλλως δεν θα πρέπει να αποστέλλεται το σχετικό δεδομένο.
Η αίτηση με αρ. πρωτ. 8010/22.11.2006 κατά της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της 8.2.2007 και 8.3.2007 και μετά την υποβολή νέων στοιχείων από τον αιτούντα (αίτηση με αρ. πρωτ.3159/03.05.2007) επανεισάγεται για να συζητηθεί από κοινού λόγω συνάφειας με την αίτηση του ιδίου κατά της τράπεζας.
Η Αρχή εξετάζοντας τις παραπάνω αιτήσεις, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της 8.2.2007, 8.3.2007, 26.2.2009 και 12.3.2009, τα κατατεθέντα υπομνήματα και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου και κατόπιν διαλογικής συζήτησης:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.2472/97, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών (στοιχ.α), καθώς και να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση (στοιχ.γ). Περαιτέρω το άρθρο 5 ορίζει στην παρ.1 ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του και στην παρ.2 ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση όταν, μεταξύ άλλων, η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο των δεδομένων ….(στοιχ.α) και όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (στοιχ.ε). Στη συνέχεια το άρθρο 11 παρ.1 προβλέπει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά τη συλλογή των δεδομένων, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α. την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β. τον σκοπό της επεξεργασίας, γ. τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, δ. την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. Στη δε παρ.3 αναφέρει ότι, εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς. Περαιτέρω, το άρθρο 2ο της Κανονιστικής Πράξης 408/98 για την ενημέρωση υποκειμένων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω τύπου, ορίζει ότι η ενημέρωση γίνεται με τρόπο σαφή και κατανοητό και περιλαμβάνει : (α) Τα υποκείμενα επεξεργασίας προς τα οποία απευθύνεται η ενημέρωση, (β) Την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του, με προσδιορισμό της επωνυμίας, έδρας, διεύθυνσης και αριθμού τηλεφώνου του, (γ) Τον σκοπό της επεξεργασίας, (δ) Τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών των δεδομένων με προσδιορισμό της επωνυμίας, διεύθυνσης και αριθμού τηλεφώνου και (ε) Την υπόμνηση του δικαιώματος των υποκειμένων σε επεξεργασία για πρόσβαση στο αρχείο.
2.Εν προκειμένω, στην επίδικη σύμβαση που υπέγραψε ο προσφεύγων με την τράπεζα το 2001 περιλαμβάνεται ο όρος 6 για την “ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ”:
“Ο κάτοχος κάρτας παρέχει στην Τράπεζα τη ρητή συγκατάθεση να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες: (α) Να τηρεί σε ηλεκτρονικό αρχείο ή μη αρχείο δεδομένων τα ατομικά του στοιχεία που δηλώθηκαν με την υπογραφή της αιτήσεως για την έκδοση της κάρτας και τα στοιχεία που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού του (β) Να επεξεργάζεται τα στοιχεία αυτά κατά την έννοια της συλλογής καταχωρίσεως, οργανώσεως, αποθηκεύσεως, χρήσεως, διαβιβάσεως, διαδόσεως ή κάθε άλλης μορφής διαθέσεως, συσχετίσεως και διασυνδέσεως (γ) Να ελέγχει και να διεκπεραιώνει τα στοιχεία αυτά με αντίστοιχα άλλων τραπεζών ή οργανισμών που εκδίδουν κάρτες, καθώς και να τα θέτει στη διάθεσή τους, στα πλαίσια σχετικής διατραπεζικής συνεργασίας, εφόσον κρίνει, ότι με τον τρόπο αυτόν περιορίζεται ο πιστωτικός ή οποιασδήποτε άλλης μορφής κίνδυνος. Ο κάτοχος παρέχει τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιηθούν τα ανωτέρω στοιχεία (ί) και από άλλα πρόσωπα, πλην της Τράπεζας όπως οργανισμοί συλλογής στοιχείων σχετικά με τη χρήση καρτών, πιστοληπτικής ικανότητας κατόχων, κ.ά. …”
3. Οι ανωτέρω υπό α και β επεξεργασίες γίνονται για σκοπούς εκτέλεσης της σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι το υποκείμενο των δεδομένων, και ως εκ τούτου, η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν απαιτείται, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 5 παρ. 1 α του ν.2472/97. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση γ, κατά την οποία η τράπεζα ελέγχει τα στοιχεία αυτά με αντίστοιχα άλλων τραπεζών, στο πλαίσιο αξιολόγησης της αίτησης χορήγησης πίστωσης, μέσω πρόσβασης στο αρχείο οικονομικής συμπεριφοράς της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ.
Η διαβίβαση της περίπτωσης γ (δυνατότητα της τράπεζας να θέτει τα δεδομένα αυτά στη διάθεση άλλων τραπεζών στο πλαίσιο διατραπεζικής συνεργασίας), αλλά και παρακάτω, υπό ί (να διαβιβάζει τα στοιχεία αυτά σε τρίτους, όπως οργανισμούς πιστοληπτικής ικανότητας κατόχων) αναφέρεται προφανώς στη διαβίβαση στοιχείων στο ως άνω αρχείο οικονομικής συμπεριφοράς της εταιρίας, όπου περιέχονται μεταξύ άλλων και στοιχεία καταγγελιών συμβάσεων δανείων και καρτών, πηγές των οποίων είναι οι τράπεζες.
Υπεύθυνος επεξεργασίας του αρχείου οικονομικής συμπεριφοράς, αλλά και του αρχείου συγκέντρωσης κινδύνων (στο οποίο συλλέγονται και επεξεργάζονται δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που αφορούν ενήμερες οφειλές από καταναλωτικά/προσωπικά δάνεια ή πιστωτικές/χρεωστικές κάρτες) είναι η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ. Όπως αναφέρεται και στην με αρ. 66 /2004 απόφαση της Αρχής σχετικά με τα δεδομένα του αρχείου συγκέντρωσης κινδύνων για την επεξεργασία των οποίων σύμφωνα απαιτείται συγκατάθεση των υποκειμένων (βλ. απόφαση 86/2002), “στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ δίνει το υποκείμενο τη συγκατάθεσή του για την εν λόγω επεξεργασία, η οποία πρακτικά συνίσταται στην ειδοποίηση που στέλνει η εταιρία στις τράπεζες και μέλη της να στέλνουν στο αρχείο της τις σχετικές πληροφορίες. Η λήψη συγκατάθεσης από τις τράπεζες με τις οποίες ο προσφεύγων συνήψε τις ανωτέρω συμβάσεις δεν δημιουργεί πρόβλημα, εφόσον δεν υπάρχει συναλλακτική σχέση ΤΕΙΡΕΣΙΑ και προσφεύγοντα και το υποκείμενο ενημερώνεται σαφώς σύμφωνα με το άρθρο 2 εδαφ ια του ν.2472/97 από την τράπεζα για τη επεξεργασία των στοιχείων του από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.”
4. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η επεξεργασία στοιχείων καταγγελιών συμβάσεων από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ έχει κριθεί από την Αρχή με την απόφαση 24/2004 ότι είναι απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση του σκοπού που επιδιώκει η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ (προστασία της εμπορικής πίστης και την ασφάλεια των συναλλαγών), και ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να λάβει η τράπεζα τη συγκατάθεση του υποκειμένου για λογαριασμό της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Και στην απόφαση 147/2004 του Εφετείου Αθηνών αναφέρεται ρητά ότι σε τραπεζική σύμβαση “η συναίνεση του υποκειμένου για την παροχή πληροφοριών αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προφανώς για τον προσδιορισμό της πιστοληπτικής του ικανότητας και την προστασία των συναλλαγών, δεν έχουν την έννοια της συγκατάθεσης του άρθρου 2 παρ.1α του ν.2472/97, αλλά της ανακοίνωσης προς τρίτους για την οποία επιβάλλεται η προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου.”
Επομένως η τράπεζα δεν υποχρεούται να λάβει τη συγκατάθεση του υποκειμένου για τη συγκεκριμένη διαβίβαση, αλλά πρέπει και αρκεί να ενημερώσει το υποκείμενο για τη διαβίβαση αυτή στον αποδέκτη ή την κατηγορία αποδεκτών, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν.2472/97. Όπως δε αναφέρεται στην απόφαση 24/2004 της Αρχής σχετικά με την νομιμότητα του αρχείου οικονομικής συμπεριφοράς της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, “Ως αποδέκτες κατά την παρ.1 του άρθρου 11 νοούνται τα πρόσωπα προς τα οποία προβλέπεται κατά το στάδιο συλλογής να ανακοινώνονται τα δεδομένα. Η διάταξη δεν εννοεί υποχρέωση ενημέρωσης για τη συγκεκριμένη ανακοίνωση στην οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει κάθε φορά που του ζητείται πληροφορία από τον αποδέκτη….” Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η απόφαση 3383/2003 του Εφετείου Αθηνών όπου αναφέρεται ότι “δεν απαιτείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας να ενημερώνει το υποκείμενο και για τη συγκεκριμένη ανακοίνωση –μετάδοση των δεδομένων, στην οποία αυτός προβαίνει κάθε φορά προς τρίτους –αποδέκτες ή οι τρίτοι αντλούν χωρίς τη δική του πρωτοβουλία από το αρχείο του.”
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενημέρωση της ALPHA BANK που περιέχεται στη σύμβαση σχετικά με την κατηγορία αποδεκτών των δεδομένων (εταιρίες πιστοληπτικής ικανότητας κατόχων) είναι επαρκής και σαφής. Δεν ήταν πλήρης και επαρκής όμως η ενημέρωση για το είδος των δεδομένων που διαβιβάζονται, διότι στην έννοια της “κίνησης του λογαριασμού” δεν είναι αυτονόητο για τον συναλλασσόμενο ότι εμπεριέχεται και η εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης, όπως είναι η καταγγελία της σύμβασης. Ως εκ τούτου, υπάρχει παράβαση της τράπεζας κατά το μέρος τούτο του άρθρου 11 παρ.1 του ν.2472/97. Κρίνεται ωστόσο ότι δεν πρέπει να απευθυνθεί σύσταση ή να επιβληθεί κύρωση, με δεδομένο ότι μεταγενέστερα έχει επήλθε τροποποίηση του κειμένου των σχετικών όρων και η ενημέρωση είναι πλέον πλήρης και κατανοητή.
5. Στην απόφαση 24/2004 της Αρχής (που αντικατάστησε την 109/1999), η Αρχή όρισε ότι η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ οφείλει να συμμορφωθεί με την κατά το άρθρο 24 § 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 § 1 του νόμου 2472/97 υποχρέωσης ενημέρωσης των υποκειμένων. Ειδικότερα, η δυνατότητα ενημέρωσης μέσω τύπου μεγάλου αριθμού υποκειμένων εξειδικεύεται στην 408/98 και 1/1999 Κανονιστικές Πράξεις της Αρχής βάσει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 24 παρ. 3 του Ν. 2472/1997. Όπως δε έκρινε η με αριθμ. 1923/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, “ οι ως άνω κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής βρίσκονται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 24 παρ.3, η οποία εκφράζει ευρύτερο και πάγιο πνεύμα του νομοθέτη και ως εκ τούτου η ρυθμιστική της εμβέλεια όταν πρόκειται για ενημέρωση μεγάλου αριθμού υποκειμένων τουλάχιστον χιλίων δεν περιορίζεται μόνο στις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου επεξεργασίες, αλλά καλύπτει αναλόγως και μεταγενέστερες επεξεργασίες, καθόσον ενόψει της ομοιότητας των περιπτώσεων δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στη νομοθετική τους μεταχείριση……… Ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητο κατά νόμο για το επιτρεπτό της επεξεργασίας να ενημερωθεί ατομικώς και in concreto ο αναιρεσείων, αλλά ενόψει του ότι στο αρχείο της αναιρεσίβλητης (ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ) ήταν καταγεγραμμένα πλέον των χιλίων υποκειμένων, αρκούσε η in abstracto δια του τύπου ενημέρωσή του…”.
Από το τέλος του 1998 η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ προβαίνει σε δημοσιεύσεις μέσω τύπου για την ενημέρωση των υποκειμένων ως προς την τήρηση του αρχείου οικονομικής συμπεριφοράς. Από την εξέταση του σχετικού εντύπου της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ του έτους 2004, από την οποία, όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, έλαβε γνώση για την επεξεργασία των στοιχείων του, διαπιστώνεται ότι η εταιρεία έχει τροποποιήσει το πρώτο έντυπο ενημέρωσης το οποίο είχε αποστείλει στην Αρχή από το 1998. Στη σχετική καταχώριση αναφέρεται ως τίτλος «Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΗ». Στις κατηγορίες των δεδομένων αναφέρονται ρητά οι καταγγελίες συμβάσεων. Στο έντυπο δεν υπάρχει ο τίτλος με κεφαλαία γράμματα, όπως ορίζει το άρθρο 4 της 408/98 Κανονιστικής Πράξης “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ -Άρθρο 11 παρ.1 του ν.2472/97”. Ωστόσο, με την πρώτη ενημέρωση της εταιρείας στις 31.12.1998 και 3.1.1999 μέσω τύπου, τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώθηκαν σαφώς για τη συγκεκριμένη επεξεργασία των δεδομένων τους, και ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια της συντελούμενης επεξεργασίας.
Πάντως, λαμβανομένου υπόψη ότι και μεταγενέστερες δημοσιεύσεις φέρουν τον τίτλο ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ- ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ και με μικρά γράμματα “Ενημέρωση πολιτών άρθρα 24 παρ.3 και 11 παρ.3 του ν.2472/97”, το έντυπο της δημοσίευσης πρέπει να τροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω αποφάσεις της Αρχής.
6. Στην υπ΄αριθμ.24/2004 απόφαση της Αρχής σχετικά με τις προϋποθέσεις τήρησης αρχείου από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. ορίζεται ότι τα δυσμενή για το υποκείμενο προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται κάθε φορά στον αποδέκτη πρέπει να είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της διαβίβασης. Η ακρίβεια και ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπεύθυνου της επεξεργασίας και σε καμιά περίπτωση του υποκειμένου. Από τις διατάξεις της ανωτέρω απόφασης σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ.1 γ του ν.2472/97, συνάγεται σαφώς ότι η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ως υπεύθυνος επεξεργασίας του αρχείου που τηρεί έχει την ευθύνη για την ακρίβεια των περιλαμβανομένων σε αυτό στοιχείων. Περαιτέρω, ο έλεγχος που πρέπει να γίνεται από τις τράπεζες σχετικά με την ακρίβεια των στοιχείων, αφού είναι και οι ίδιες πηγές των δεδομένων, δεν απαλλάσσει την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ από το καθήκον της να ελέγχει και να εξασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις του νόμου για την νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων εφαρμόζονται. Ειδικά στις περιπτώσεις καταγγελιών συμβάσεων, η Αρχή έχει κρίνει με την απόφαση αρ.49/2007 ότι οι τράπεζες θα πρέπει να απευθύνουν το έγγραφο της καταγγελίας προς τον οφειλέτη, η δε ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ να λαμβάνει κατά την αναγγελία του σχετικού δεδομένου από τις τράπεζες και πριν την καταχώριση στο αρχείο της, αντίγραφο του ανωτέρω εγγράφου ή βεβαίωση περί επίδοσης αυτού.
7. Στις 25.5.2005 η τράπεζα συνέταξε εξώδικη καταγγελία της σύμβασης και απέστειλε τα σχετικά δεδομένα στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Η καταγγελία παραδόθηκε σε δικαστικό επιμελητή προς επίδοση στον προσφεύγοντα στις 25.5.2005 και τελικά επιδόθηκε πέντε μήνες αργότερα, στις 19.10.2005. Δηλαδή η τράπεζα απέστειλε τα σχετικά στοιχεία στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ πριν ολοκληρώσει τη διαδικασία της επίδοσης προς τον προσφεύγοντα (πέντε μήνες νωρίτερα), με αποτέλεσμα να αποστείλει μη ορθό το δεδομένο της ημερομηνίας της καταγγελίας (28.5.2005 αντί του ορθού 19.10.2005). Με το έγγραφο του δικαστικού επιμελητή βεβαιώνεται ότι αναζητήθηκε ο προσφεύγων στην διεύθυνση κατοικίας στην Αθήνα που είχε δηλώσει ο ίδιος και δεν ανευρέθη. Σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που αποκόμισε ο επιμελητής σχετικά με τη διαμονή του προσφεύγοντος στη Λευκάδα, δικαιολογημένα η τράπεζα επέλεξε ως ηπιότερο μέσο αντί της θυροκόλλησης (που ενέχει τον κίνδυνο γνώσης προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντα σε οποιονδήποτε τρίτο), να επιδώσει στην διεύθυνση στην Λευκάδα, στον τόπο φορολογικής κατοικίας που ο ίδιος είχε προσκομίσει.
Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ καταχώρισε στο αρχείο της τα ανωτέρω στοιχεία όπως της είχαν αποσταλεί από την τράπεζα, χωρίς να ελέγξει η ίδια την ακρίβεια τους. Ο ισχυρισμός της ότι έχει αποστείλει προς τις τράπεζες σαφείς οδηγίες στις περιπτώσεις καταγγελιών προκειμένου να έχει προηγηθεί έγγραφη ενημέρωση των υποκειμένων για την καταγγελία και ότι άλλως δεν θα πρέπει να αποστέλλεται το σχετικό δεδομένο, πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο επιμέλειας που έχει λάβει η εταιρία ώστε να περιορίσει στο ελάχιστο το ποσοστό λάθους, αλλά δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη που της αναλογεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας του αρχείου.
8. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι και οι δύο υπεύθυνοι επεξεργασίας επεξεργάστηκαν μη ορθά στοιχεία που αφορούσαν τον προσφεύγοντα, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 γ΄ του Ν. 2472/1997. Σε κάθε περίπτωση, από το χρόνο επίδοσης κατέστη νόμιμη η σχετική καταχώριση της καταγγελίας στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, αφού, όπως προειπώθηκε, για την συγκεκριμένη επεξεργασία δεν απαιτείται να υπάρχει η συγκατάθεση του υποκειμένου, αλλά αρκεί η ενημέρωσή του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν.2472/97. Δεδομένου ωστόσο ότι η διόρθωση της ημερομηνίας καταχώρισης από 28.5.2005 σε 19.10.2005 θα έχει ως συνέπεια να επιμηκυνθεί ο χρόνος τήρησης του δεδομένου αυτού στο ανωτέρω αρχείο με προφανείς τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τον προσφεύγοντα, κρίνεται σκόπιμο και προς όφελος του προσφεύγοντα να γίνει η διαγραφή των σχετικών στοιχείων της καταγγελίας από το αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ πέντε μήνες νωρίτερα από το χρόνο που προβλέπεται για τη διαγραφή τους. Πρέπει ακόμη να ληφθούν υπόψη ότι α) η τράπεζα ενημέρωσε τον προσφεύγοντα και β) το γεγονός της αποστολής σχετικών οδηγιών από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ προς τις τράπεζες για το θέμα.

9. Κατ΄εκτίμηση των ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι πρέπει να επιβληθούν στους υπεύθυνους επεξεργασίας, δηλαδή στην ALPHA BANK και στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ οι κυρώσεις που αναφέρονται στο διατακτικό, οι οποίες κρίνονται ανάλογες με τη βαρύτητα της προσβολής και να γίνει σύσταση προς την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ως προς την ανάγκη τροποποίησης του κειμένου της ενημέρωσης δια του τύπου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

1. Διατάσσει την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ να προβεί στην διαγραφή του σχετικού δεδομένου από το αρχείο οικονομικής συμπεριφοράς πέντε μήνες νωρίτερα από το χρόνο που προβλέπεται για τη διαγραφή του.
2. Απευθύνει προειδοποίηση στην ALPHA BANK να αναγγέλλει τα δεδομένα της καταγγελίας στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ μετά την επίδοση προς τον καθ΄ου η καταγγελία βεβαιώνοντας συγχρόνως την ημερομηνία επίδοσης αυτού.
3. Απευθύνει προειδοποίηση στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ να ελέγχει τη βεβαίωση από τις τράπεζες ότι έγινε επίδοση της καταγγελίας σύμβασης πριν προβεί στη σχετική καταχώριση στο αρχείο ΣΟΣ.
4. Απευθύνει σύσταση προς την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ να τροποποιήσει το κείμενο της ενημέρωσης δια του τύπου κατά τα οριζόμενα στις σχετικές αποφάσεις της Αρχής.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Χ. Γεραρής Γ. Παλαιολόγου