Απόφαση Αρ. 35/2007

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Ταχ. Δ/νση: Λ. Κηφισίας 1-3
115 23 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.: 210-6475601
FAX: 210-6475628

Αθήνα 7.5.2007
ΑΠ: 3206

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡ. 35/2007

Η συνεδρίαση έγινε στα γραφεία της Αρχής, την Πέμπτη 8/3/2007 ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου. Παρέστησαν οι Δ. Γουργουράκης Πρόεδρος, Λ. Κοτσαλής, Φ. Δωρής, Σ. Σαρηβαλάσης, Ν. Φραγκάκης και Α. Παπανεοφύτου τακτικά μέλη και το αναπληρωματικό μέλος Γ. Πάντζιου, σε αντικατάσταση του τακτικού Α. Πομπόρτση, ο οποίος αν και κλήθηκε νομίμως, δεν παρέστη, λόγω κωλύματος. Η Αρχή, ενόψει του ότι υπήρχε απαρτία, συνήλθε προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας.
Καθήκοντα γραμματέα εκτέλεσε η Γ. Παλαιολόγου, μετά από εντολή του Προέδρου. Παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Κ. Λωσταράκου, νομική ελέγκτρια, ως εισηγήτρια.
Η υπόθεση συζητήθηκε αρχικά στις 8.2.2007 όπου είχαν κληθεί νομίμως και παρέστησαν η Ε. Παλαιολόγου, πληρεξούσια δικηγόρος της Ε.Τ.Ε, ο Α. Κωνσταντέλιας, πληρεξούσιος δικηγόρος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ και ο Α. Παρμάκης, πληρεξούσιος δικηγόρος του προσφεύγοντα.

Ο Χ. με προσφυγές του προς την Αρχή παραπονείται για παράνομη επεξεργασία δεδομένων που τον αφορούν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ. Ο ανωτέρω, κατά τη διαδικασία αίτησης δανείου από τράπεζα, ενημερώθηκε ότι υπήρχαν εις βάρος του δυσμενή οικονομικά δεδομένα στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ σχετικά με μια απλήρωτη συναλλαγματική με τράπεζα αναγγελίας την ΕΤΕ. Στο αντίγραφο του σώματος του αξιογράφου που παρέλαβε ο ανωτέρω μετά από αίτησή του προς την Εθνική Τράπεζα, δεν αναφερόταν κάποιος ΑΦΜ, ο ΑΔΤ ήταν ένας άγνωστος αριθμός χωρίς αλφαβητικά στοιχεία (…….) και η διεύθυνση κατοικίας ήταν άγνωστη και έλειπε η ημερομηνία έκδοσης.
Ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης προς την εν λόγω τράπεζα η οποία στην απάντησή της επιβεβαίωσε την ύπαρξη συναλλαγματικής στο όνομά του ως αποδέκτη, με ΑΦΜ το ΑΦΜ του προσφεύγοντος (………) και με ΑΔΤ έναν αριθμό που είχε ο προσφεύγων στο παρελθόν (…….), αλλά όχι κατά το χρόνο εμφάνισης και λήξης της συναλλαγματικής.
Ο ανωτέρω ζήτησε με διαδοχικές αιτήσεις του προς την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ να τον ενημερώσει για τις εγγραφές που υπήρχαν καταχωρημένες στο όνομά του, να του γνωστοποιηθεί η τράπεζα αναγγελίας και εκχώρησης καθώς και βάσει ποιών στοιχείων έγινε η αναγγελία από την τράπεζα προς την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ που να δικαιολογεί την καταχώριση στο όνομά του. Ζήτησε δε και διόρθωση της σχετικής εγγραφής.
Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα με διαδοχικές απαντήσεις στα αιτήματα πρόσβασης, αλλά μετά από παρέλευση πέραν του ενός μηνός κάθε φορά, σχετικά δε με το αίτημα διαγραφής, του γνωστοποίησε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε κάποια ενέργεια και για οποιαδήποτε μεταβολή των στοιχείων σχετικά με την συναλλαγματική θα πρέπει να απευθυνθεί στην τράπεζα εκχώρησης.
Σε όμοιο αίτημα του προσφεύγοντα προς την ΕΤΕ σχετικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων έγινε η αναγγελία της συναλλαγματικής στο όνομά του στις 2.10.2006, η τράπεζα δεν απάντησε.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η εκπρόσωπος της τράπεζας ισχυρίστηκε ότι η επίδικη συναλλαγματική εμφανίστηκε προς πληρωμή στην τράπεζα από την εταιρεία ………… A.E., φερέγγυο και καλό πελάτη της τράπεζας, η οποία ήταν και ο τελευταίος οπισθογράφος και νόμιμος κομιστής της. Επειδή η συναλλαγματική δεν πληρώθηκε από τον φερόμενο ως αποδέκτη αυτής κατά την ημερομηνία λήξης της, έγινε η αναγγελία των στοιχείων της στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Ειδικότερα, πέραν των στοιχείων του ονοματεπωνύμου, πατρώνυμου, οδού αριθμού και πόλης, τα οποία και αναφέρονταν στο σώμα της απλήρωτης συναλλαγματικής, ο υπάλληλος καλόπιστα συμπλήρωσε, κατά την αναγγελία του αξιογράφου, και τους ΑΦΜ και ΑΔΤ τα οποία του υπέδειξε η ανωτέρω εταιρεία. Εκ παραδρομής και λόγω φόρτου εργασίας, δεν έλεγξε ότι έλειπε από το αξιόγραφο η ημερομηνία έκδοσης. Περαιτέρω, η τράπεζα ανταποκρίθηκε αμέσως στα αιτήματα του προσφεύγοντος ενημερώνοντάς τον εγγράφως στις 10.2.2005 για την συναλλαγματική και χορηγώντας του βεβαίωση και αντίγραφο αυτής στις 16.2.2005. Ο προσφεύγων δεν ενόχλησε έκτοτε την τράπεζα, επανήλθε δε στις 2.10.2006 ζητώντας να πληροφορηθεί για γεγονότα τα οποία είχε πληροφορηθεί από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ήδη από τις 10.8.2006.
Ο εκπρόσωπος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ανέφερε ότι απάντησε στα αιτήματα του προσφεύγοντα μετά από επικοινωνία με την ίδια την αρμόδια τράπεζα και παρά το γεγονός ότι η ΕΤΕ είχε ήδη απαντήσει εγγράφως στον προσφεύγοντα στα ίδια αιτήματα. Οι δε χρόνοι απάντησης πρέπει να θεωρηθούν ανεκτοί και εύλογοι για τα δεδομένα της περίπτωσης, αλλά και του μεγάλου όγκου ανάλογων εκκρεμών αιτημάτων προς διεκπεραίωση στην εταιρεία, έστω και αν υπήρξε μια ελάχιστη υστέρηση, που όμως δεν προκάλεσαν ουδεμία βλάβη στον προσφεύγοντα, αφού επρόκειτο για στοιχεία ήδη γνωστά σε αυτόν.

Η Αρχή

Μετά από εξέταση των προσφυγών, των συνημμένων σε αυτές εγγράφων, των υπομνημάτων που κατέθεσαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της τράπεζας και της εταιρείας και της ακρόασης της υπόθεσης

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 γ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση. Εξάλλου και στην υπ΄αριθμ.24/2004 απόφαση της Αρχής σχετικά με τις προϋποθέσεις τήρησης αρχείου από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. ορίζεται ότι τα δυσμενή για το υποκείμενο προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται κάθε φορά στον αποδέκτη πρέπει να είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της διαβίβασης. Η ακρίβεια και ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπεύθυνου της επεξεργασίας και σε καμιά περίπτωση του υποκειμένου. Πολύ περισσότερο δε που στην περίπτωση της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ το υποκείμενο δεν ενημερώνεται για τυχόν ανακριβείς καταχωρίσεις, καθόσον δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 11 παρ.3 του ν.2472/97, δηλαδή δεν απαιτείται in concreto ενημέρωση του υποκειμένου πριν δοθεί μια πληροφορία σε τρίτους αποδέκτες. Η κατ΄εξαίρεση και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου επεξεργασία του αρχείου της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος των αποδεκτών την οποία η Αρχή με την ως άνω απόφασή της έκρινε νόμιμη, είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει την ύπαρξη ορθών και επίκαιρων πληροφοριών σχετικά με την οικονομική φερεγγυότητα των πιστοληπτών.
Από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.2472/97, συνάγεται σαφώς ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενός αρχείου έχει την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που τηρεί στο αρχείο του, η δε επεξεργασία από τις τράπεζες ως πηγές των δεδομένων, δεν απαλλάσσει την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ από το καθήκον της να ελέγχει και να εξασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις του νόμου για την νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων εφαρμόζονται.
Η ΕΤΕ, συσχέτισε στοιχεία της συναλλαγματικής και συγκεκριμένα όνομα, επώνυμο, Α.Δ.Τ. και διεύθυνση κατοικίας που αναγράφονταν στο σώμα του αξιογράφου με στοιχεία που πληροφορήθηκε από τον κομιστή του αξιογράφου και τα οποία είτε αφορούσαν τον προσφεύγοντα δηλ. τον Α.Φ.Μ. είτε ανήκαν σε αυτόν στο παρελθόν (παλιός Α.Δ.Τ.), ταύτισε τα στοιχεία αυτά με τον προσφεύγοντα ως αποδέκτη της συναλλαγματικής και τα ανήγγειλε περαιτέρω στο αρχείο οικονομικής συμπεριφοράς της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Ενώ η συναλλαγματική αφορούσε άλλο πρόσωπο, από αμέλεια των οργάνων της, τα οποία παρέλειψαν να ελέγξουν την ακρίβεια των στοιχείων και την εγκυρότητα του αξιογράφου, ως όφειλαν, η τράπεζα την καταχώρησε και τη διαβίβασε εσφαλμένα ως δυσμενές στοιχείο του προσφεύγοντα στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, περαιτέρω, καταχώρισε στο αρχείο της τα ανωτέρω στοιχεία και τα ανακοίνωνε σε τρίτους αποδέκτες, χωρίς να έχει ελέγξει την ακρίβεια και την ορθότητά τους αφού, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί, δεν λαμβάνει κατά την αναγγελία, αντίγραφο του σώματος του αξιογράφου, από το οποίο θα προέκυπτε σαφώς η ύπαρξη ανακολουθίας των στοιχείων. Η διαβίβαση αυτή επέφερε προσβολή της πιστοληπτικής ικανότητας του προσφεύγοντα, αφού αυτός εμφανίστηκε στην τράπεζα με την οποία συναλλασσόταν, ως άτομο αναξιόπιστο στις οικονομικές του συναλλαγές.
Η ΕΤΕ παρέβη την υποχρέωση για απάντηση στην άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης που άσκησε ο προσφεύγων. Ο ισχυρισμός της ότι ο τελευταίος είχε ήδη ενημερωθεί από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ δεν ευσταθεί, καθόσον, από μια απλή ανάγνωση της σχετικής απάντησης της εταιρείας, η οποία ήταν σε γνώση της τράπεζας, διαπιστώνεται ότι η εταιρεία παρέπεμπε τον προσφεύγοντα στην τράπεζα, ως μόνη αρμόδια επί του θέματος. Ήταν δε σε θέση, όπως προέκυψε από την ακρόαση, να απαντήσει στον προσφεύγοντα για τα αιτούμενα στοιχεία, αλλά παρέλειψε να το πράξει.
Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ παρέβη και αυτή την υποχρέωση που έχει εκ του νόμου να απαντήσει εμπρόθεσμα και ικανοποιητικά στα αιτήματα πρόσβασης και διόρθωσης του προσφεύγοντος που άσκησε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 και 2 (περ. α και ε) του ν.2472/97. Ο μεγάλος όγκος ανάλογων εκκρεμών αιτήσεων προς απάντηση από την εταιρεία και η διαδοχική αλληλογραφία με τον προσφεύγοντα μπορεί να δικαιολογήσουν κάποια καθυστέρηση στις απαντήσεις προς τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, η απάντηση στο αίτημα διόρθωσης ότι δεν είναι δυνατή καμιά ενέργεια εκ μέρους της εταιρείας πλην της αναγραφής των στοιχείων της συναλλαγματικής που της αναγγέλθηκε από την τράπεζα, είναι μη ικανοποιητική, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την υποχρέωση που υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας να τηρεί ακριβή αρχεία, αλλά και της ευθύνης της εταιρείας να καθορίζει ή ίδια, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, τους σκοπούς και τον τρόπο επεξεργασίας των στοιχείων που τηρεί στο αρχείο της. Ήταν δε σε γνώση της εταιρείας, από την αλληλογραφία με τον προσφεύγοντα, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εξετάσει την νομιμότητα της καταχώρισης, αλλά δεν το έπραξε.

Επειδή, και οι δύο υπεύθυνοι επεξεργασίας συνέλεξαν, καταχώρισαν και διαβίβασαν ανακριβή στοιχεία του προσφεύγοντος, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 γ.
Επειδή, η ΕΤΕ δεν απάντησε στον προσφεύγοντα στο αίτημα πρόσβασης που άσκησε, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ν.2472/97.
Επειδή, η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ δεν απάντησε εμπρόθεσμα και ικανοποιητικά στα αιτήματα πρόσβασης που άσκησε ο προσφεύγων, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ.1 και 2 του ν.2472/97.
Ενόψει της βαρύτητας των πράξεων που αποδείχθηκαν και της προσβολής της πιστοληπτικής ικανότητας του προσφεύγοντα που επήλθε από αυτές, αλλά και προηγουμένων παραβάσεων άλλων διατάξεων του ν.2472/97 από την τράπεζα, η Αρχή κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να επιβληθούν στους υπευθύνους της επεξεργασίας οι προβλεπόμενες στο άρθρο 21 παρ.1 εδαφ.β του ν.2472/97 κυρώσεις που αναφέρονται στο διατακτικό και οι οποίες κρίνονται ανάλογες με τη βαρύτητα των παραβάσεων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

1. Επιβάλλει στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος χρηματικό πρόστιμο πενήντα χιλιάδων (50,000.00) ευρώ (είκοσι πέντε χιλιάδων για την παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 γ και είκοσι πέντε χιλιάδων για την παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ν.2472/97).
2. Επιβάλλει στην εταιρία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. χρηματικό πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20,000.00) ευρώ (δέκα χιλιάδων για την παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 γ και δέκα χιλιάδων για την παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ν.2472/97).

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Δημήτριος Γουργουράκης Γεωργία Παλαιολόγου